Μέσα από έρευνα και ιστορικά κείμενα, οι μαθητές της Δ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Γραικοχωρίου Θεσπρωτίας, το 2019 μαζί με τη δασκάλα τους, Ελένη Καλαμπάκα, επιχειρούν να ρίξουν φως στα γεγονότα των πρώτων ημερών της ιταλικής εισβολής στον τόπο τους.
Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1940.
Φιλιάτες Θεσπρωτίας.
Αργά το βράδυ, μια πάνοπλη ομάδα Ιταλών στρατιωτών πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα και πλησίασε το ελληνικό φυλάκιο… Ο Ιταλός αρχιφύλακας ανθυπασπιστής ζήτησε από τον Έλληνα λοχία μια κουραμάνα, γιατί τους είχε τελειώσει το ψωμί και θα τους έφερναν την άλλη μέρα. Οι Έλληνες τους έδωσαν πέντε κουραμάνες και κράτησαν μια για τους ίδιους. Η πείνα των Ιταλών ήταν μόνο το πρόσχημα. Στην πραγματικότητα, οι στρατιώτες του Μουσολίνι είχαν πάει για να κατασκοπεύσουν και να δουν την ετοιμότητα του φυλακίου… Περίπου στις 2 το πρωί, οι Ιταλοί στρατιώτες χορτασμένοι πλέον, επέστρεψαν. Αυτή τη φορά δεν είχαν ανάγκη καμιά δικαιολογία. Σύρθηκαν μυστικά γύρω από το φυλάκιο και επιτέθηκαν…
(Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ 1940-1941,ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ)
Ωστόσο, ο πόλεμος δεν είχε ακόμα κηρυχτεί…
Οι ήσυχες φθινοπωρινές ημέρες δεν προμηνούσαν την μπόρα του πολέμου που θα έρχονταν. Όμως μια ανησυχία πλανιόταν πάνω από την περιοχή μας.
Μέσα από την «ζωντανή» μαρτυρία του δάσκαλου Παναγιώτη Μήτση, την οποία αποτύπωσε στις σελίδες του βιβλίου «ΘΥΜΑΜΑΙ», οι μαθητές και δασκάλα τους μεταφέρουν το χρονικό του τρόμου, στα χωριά της ελληνοαλβανικής μεθόριου.
Δευτέρα 28 Οκτώβρη 1940.
Πριν καλά-καλά ξημερώσει, τους κατοίκους της μικρής κωμόπολης των Φιλιατών, ξάφνιασαν οι εκρήξεις οβίδων πυροβολικού ,γύρω και μέσα στο Φιλιάτι. Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο. Ο ιταλικός στρατός επιτέθηκε στις συνοριακές φρουρές και εισέβαλε στην Ελλάδα. Οι φρουρές ύστερα από μικρή αντίσταση, συμπτύχθηκαν. Τα πρώτα θύματα ανάμεσα στους πολίτες, ήταν ο δήμαρχος Φιλιατών Παναγιώτης Κύρκος και ο γιος του Δημήτρης, με καταγωγή από την Σίδερη. Μια οβίδα, έσκασε μπροστά τους και τους σκότωσε λίγα μέτρα από το σπίτι τους.
«Από το χωριό παρακολουθούσαμε τις εκρήξεις στις Κογκέλες. Ήταν τότε γυμνές από δέντρα. Φουρνέλα βάζουν, είπε ο γείτονάς μου ο Πίπης. Και όμως ήταν βόμβες.
Ο πόλεμος ήταν γεγονός».
Η αφήγηση του Γιάννη Κόντη, επικεφαλής ομάδας πολυβόλου του λόχου που ήταν στρατοπεδευμένος στη Βάναρη, δίνει την εικόνα της πρώτης ημέρας του πολέμου: «Την Κυριακή το βράδυ βρισκόμουν με άδεια στο χωριό. Πριν ακόμη ξημερώσει ξεκίνησα με τον συγχωριανό μου Φιλίππη, να παρουσιαστούμε στο λόχο. Οι μέρες ήταν κρίσιμες. Δεν προλάβαμε να φτάσουμε στο λόχο. Μας πρόλαβαν τα γεγονότα. Οι εκρήξεις βομβών που ακούγαμε μαρτυρούσε ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει. Δεν βρήκαμε το λόχο στη θέση του. Είχε ήδη μετακινηθεί. Εκεί ήταν μόνο το πολυβόλο μας και δυο-τρεις στρατιώτες. Πήραμε το πολυβόλο και ανεβήκαμε στο αντέρεισμα που ελέγχει το δρόμο που έρχεται από το Πλαίσιο. Από κει θα ‘ρχονταν οι Ιταλοί. Πιάσαμε θέση και περιμέναμε. Οι ώρες περνούσαν χωρίς να φαίνεται καμιά κίνηση. Η μικρή αντίσταση που πρόβαλαν τα φυλάκια ανάγκασε τους Ιταλούς να προχωρούν με προφυλάξεις. Κάποια στιγμή στην απέναντι ράχη, βλέπουμε να ξεπροβάλει μια μεγάλη ομάδα. Φαίνονταν να είναι πολίτες. Όσο προχωρούσαν τόσο καλύτερα ξεχώριζαν. Ήταν πράγματι πολίτες και ανάμεσά τους ξεχώριζαν τα ράσα ενός παπά. Τι είχε συμβεί; Οι Ιταλοί για ασφάλεια είχαν πάρει από το χωριό πολίτες και τους έβαλαν να προχωρούν μπροστά. Προβληματιστήκαμε. Τι να κάνουμε; Αν πυροβολούσαμε τα θύματα θα ήταν πολίτες. Στην Κιάφα, στο σημείο που κατηφορίζει ο δρόμος προς τη Βάναρη, σταμάτησαν. Ύστερα από λίγο οι πολίτες γύρισαν προς το χωριό. Οι Ιταλοί, που ως τα τώρα δε συνάντησαν αντίσταση, πίστεψαν ότι ο δρόμος ήταν ανοικτός. Προχωρούσαν χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις. Τους αφήσαμε να μας πλησιάσουν. Όπως ήταν συγκεντρωμένοι βάλαμε με το πολυβόλο. Αρκετοί έπεσαν. Νεκροί, τραυματίες; Οι υπόλοιποι σκόρπισαν και καλύφθηκαν… Οι Ιταλοί μόλις συνήλθαν άρχισαν να βάλλουν με καταιγιστικά πυρά. Δεν είχαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Πήραμε το πολυβόλο και φύγαμε. Περάσαμε μέσα από το Φιλιάτι όπου ο ελληνικός πληθυσμός μας παρακολουθούσε. Σε λίγο θα έμπαινε ο ιταλικός στρατός. Στο δρόμο συναντούσαμε και άλλες ομάδες που βάδιζαν να περάσουν τον Καλαμά. Περάσαμε με τη λούντρα την μετακινούμενη σχεδία. Στην απέναντι πλευρά του Καλαμά ήταν η δεύτερη γραμμή αντίστασης».
Η επαρχία Φιλιατών, βρισκόταν στα χέρια των Ιταλών.
Ο ιταλικός στρατός, μπήκε στο Φιλιάτι το απόγευμα της Δευτέρας.
Οι μουσουλμάνοι των Φιλιατών και των γύρω χωριών, τους επεφύλαξαν θερμή υποδοχή. Άνδρες γυναίκες και παιδιά βγήκαν στους δρόμους και ζητωκραύγαζαν.
Τη νύχτα που ακολούθησε και την άλλη μέρα άρχισε λεηλασία στο Φιλιάτι. Δημόσια κτήρια παραβιάστηκαν, αρχεία και έπιπλα πετάχτηκαν στους δρόμους, μαγαζιά και σπίτια ανοίχτηκαν, εμπορεύματα και νοικοκυριά αρπάχτηκαν. Οι συνετοί και οι νοικοκυραίοι μουσουλμάνοι δεν κατόρθωσαν να τους συγκρατήσουν και να αποφευχθεί η λεηλασία.
Τα σύνορα της περιοχής Φιλιατών, από τη θάλασσα ως τη Μουργκάνα, κάλυπτε το τάγμα Φιλιατών ενισχυμένο με ντόπιους εφέδρους. Οι Ηπειρώτες καλούνταν να υπερασπιστούν την πατρίδα, τον τόπο τους, τις οικογένειές τους. Οι δυνάμεις ήταν μικρές και με ελαφρύ οπλισμό. Είχαν εντολή, μετά τις πρώτες αψιμαχίες, να συμπτυχθούν πέρα από τον Καλαμά, όπου ήταν η δεύτερη γραμμή αντίστασης. Έτσι και έγινε. Αλλού οργανωμένα, αλλού μεμονωμένες ομάδες πολέμησαν ώσπου αργά το βράδυ και οι τελευταίοι στρατιώτες πέρασαν τον Καλαμά, απόσυραν τη λούντρα και οχυρώθηκαν σε προκαθορισμένες θέσεις. Εκεί πολέμησαν με πείσμα και κράτησαν τη θέση τους δέκα μέρες, παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς και τις επιθέσεις των ιταλικών δυνάμεων. Κάθε προσπάθειά τους να στήσουν γέφυρα αποτύγχανε.
Οι Αρχές εγκατέλειψαν το Φιλιάτι και πέρασαν στον Καλαμά, όπου συγκεντρώνονταν ο στρατός για να προβάλει αντίσταση. Ένα μέρος πολιτών ακολούθησε το στρατό και τις αρχές. Πολλοί κατευθύνθηκαν στα γύρω ελληνικά χωριά. Εκεί βρήκαν φιλοξενία στις δύσκολες μέρες που ακολούθησαν. Μερικοί πάλι κλείστηκαν στα σπίτια τους στο Φιλιάτι και περίμεναν με αγωνία. Είχαν ελπίδες στη βοήθεια γειτόνων και φίλων μουσουλμάνων, με τους οποίους ζούσαν ειρηνικά όλα τα χρόνια. Στο Φοινίκι, όσο βράδιαζε μεγάλωνε ο φόβος και η αγωνία. Οι άντρες μαζεμένοι στην πλατεία περίμεναν μήπως και κάπου μάθει κάτι. Πολλές οικογένειες διανυκτέρευσαν στη μεγάλη γράβα του χωριού, άλλες πάλι βρήκαν φιλοξενία στα κορφινά σπίτια του χωριού, για να φύγουν στο βουνό αν γίνει κάτι. Όλοι μαζί αντιμετώπιζαν το φόβο καλύτερα .Το ίδιο συνέβαινε σε όλα τα ελληνικά χωριά.
Η νύχτα και οι επόμενες μέρες πέρασαν μέσα στην αγωνία. Όμως δεν σημειώθηκαν επιδρομές άτακτων. Κάποιοι από τους φιλοξενούμενους Φιλιακιώτες πήγαν στο Φιλιάτι και επιστρέφοντας μας μετέφεραν την εικόνα της καταστροφής .
Πέρασαν δέκα ημέρες και οι Ιταλοί δεν κατόρθωναν να περάσουν τον Καλαμά. Κάθε προσπάθειά τους να πλησιάσουν, να ανιχνευθούν περάσματα, να στήσουν γέφυρα, αντιμετωπίζονταν με επιτυχία από τα εύστοχα ελληνικά πυρά. Το ελληνικό πυροβολικό ήταν ιδιαίτερα εύστοχο και ένα πρωινό την ώρα του συσσιτίου των Ιταλών στου Τάκα που στρατοπέδευαν, μια οβίδα χτύπησε ανάμεσα στους συγκεντρωμένους στρατιώτες, στο καζάνι με τη μακαρονάδα, προκαλώντας πολλά θύματα.
Ιστορική έμεινε η φράση του Ιταλού διοικητή:
«No fatsa Ntoulka» («όχι πέρασμα από μέρος που να είναι ορατό από το παρατηρητήριο του ελληνικού πυροβολικού στη θέση Ντούλκα πάνω από τον Παραπόταμο»).
Στις 7 του Νοέμβρη τη νύχτα, ξέσπασε φοβερή καταιγίδα, ο δυνατός αέρας έφερνε κύματα-κύματα την καταρρακτώδη βροχή οι αστραπές έσχιζαν τον μαύρο ουρανό. Ανάμεσα στις βροντές και το βουητό του αγέρα ξεχώριζε ένας άλλος θόρυβος! ήταν εκρήξεις οβίδων και ριπές πολυβόλων. Αυτή τη νύχτα διάλεξε ο ιταλικός στρατός να στήσει γέφυρα και να περάσει τον Καλαμά. Η μάχη συνεχίζονταν ώρες πολλές.
Όταν κόπασε η καταιγίδα σταμάτησε και η αχολοή της μάχης. Ξημέρωσε μία ήσυχη ημέρα. Τίποτε δεν θύμιζε τον χαλασμό της νύχτας. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν να περάσουν τον Καλαμά και να προχωρήσουν προς την Ηγουμενίτσα και την Παραμυθιά. Η προέλαση τους όμως δεν συνεχίστηκε για πολύ.
Ο ελληνικός στρατός για δέκα ημέρες πρόβαλλε ηρωική αντίσταση στη γραμμή Καλαμά. Αντιμετώπιζε μεγαλύτερες δυνάμεις σε άνδρες οπλισμό και Αεροπορία. Όμως προκάλεσε απώλειες τον εχθρό και καθυστέρησε τη γρήγορη προέλαση που ονειρευόταν οι Ιταλοί.
Στις 8 Νοεμβρίου οι Ιταλοί μπήκαν στην Ηγουμενίτσα. Μαζί τους και τα ένοπλα τμήματα των μουσουλμάνων που εδώ έστησαν την έδρα τους. Επακολούθησαν τα ίδια τα έκτροπα που σημειώθηκαν και στο Φιλιάτι. Έγιναν λεηλασίες και καταστροφές αρκετών σπιτιών και καταστημάτων, πυρπολήθηκαν καταστήματα. Στην Ηγουμενίτσα έγιναν οι πρώτες εκτελέσεις δύο Ελλήνων του Χρήστου Πιτούλη και του Χρήστου Τσώνη. Αυτές οι εκτελέσεις σήμαναν την απαρχή των δεινών και του αίματος που πότισε άφθονο, στη συνέχεια τα χρόνια της κατοχής, τη θεσπρωτική γη.
Η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων πέρα από τον Καλαμά, μας γέμισε απογοήτευση. Δεν μπορούσαμε δεν θέλαμε να πιστέψουμε πως όλα τελείωσαν.
Οι ελληνικές δυνάμεις αφού με αυταπάρνηση πολέμησαν τους Ιταλούς στην Πίνδο και το Καλπάκι, σταμάτησε την προέλαση τους κι όταν ύστερα από λίγες ημέρες ενισχύθηκε με καινούργιες δυνάμεις, πέρασαν στην αντεπίθεση και τους ανάγκασαν, ηττημένους και ντροπιασμένους να υποχωρήσουν πέρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το ίδιο έγινε και στο μέτωπο της δικής μας περιοχής. Ο ελληνικός στρατός άρχισε την αντεπίθεση. Βαθιά πέρα από την Ηγουμενίτσα ακούγονταν υπόκωφες εκρήξεις.
Από τις 10-12 Νοεμβρίου 1940 η VIII Μεραρχία κινήθηκε επιθετικά κατά του εχθρού.
Την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου ξημέρωσε μία ήσυχη μέρα.
Τίποτε δεν ακουγόταν. Οι ιταλικές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει. Έμεναν μόνο μικρά τμήματα οπισθοφυλακής. Με αγωνία περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να αντικρίσουμε να παρελαύνουν τα ελληνικά τμήματα. Το απόγευμα από τη Ράχη του χωριού είδαμε στρατιώτες, ακροβολισμένους να ανεβαίνουν από το Καλπάκι (Ελαία) προς το Φιλιάτι. Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία, ήταν ο ελληνικός στρατός. Χωρίς να σκεφτούμε τυχόν κινδύνους τρέξαμε και με μια ανάσα ανεβήκαμε τις Κογκέλες. Τους προλάβαμε στην είσοδο των Φιλιατών. Γεμάτοι χαρά τους αγκαλιάσαμε. Δεν ήταν από το τάγμα των Φιλιατών. Μας συνέστησαν να απομακρυνθούμε γρήγορα γιατί μπροστά τους υπήρχαν ιταλικές ομάδες και υπήρχε το ενδεχόμενο να συμπλακούν. Γυρίσαμε στο χωριό. Είχε σουρουπώσει. Εκεί βρίσκονταν από αρκετή ώρα, ομάδα στρατιωτών του τάγματος Φιλιατών και ο χωριανός μας στρατιώτης Γιάννης Κόντης. Ήτανε σταλμένοι από τη διοίκηση του τάγματος να ζητήσουν από τους κατοίκους να ετοιμάσουν ψωμί κι ότι άλλο μπορούσαν, γιατί το τάγμα προελαύνοντας γρήγορα είχε αποκοπεί από την επιμελητεία.
Στη στιγμή όλοι οι φούρνοι του χωριού άναψαν.
Επιτέλους ελεύθερος ο τόπος ύστερα από είκοσι και πλέον μέρες κατοχής, μέσα σε φόβους και αγωνίες.
Όμως ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Μόλις άρχιζε.
Πηγή : ΑΠΕ-ΜΠΕ/Μ. Τζώρα